-
1 πειναλέος
πειναλέος, auch 2 Endgn, hungrig; Opp. Cyn. 4, 94; λαυκανίη, Agath. 53 (IX, 642); φάρυγξ, Alcaeus 8 (VI, 218); auch πίνακες, Lucill. 26. 27 (XI, 313. 314); einzeln auch in Prosa, καὶ διψῶδες, Plut. de sanit. tuend. p. 388; τὸ πειναλέον, der Hunger.
-
2 πειναλέος
πειναλέος, hungrig; τὸ πειναλέον, der Hunger
См. также в других словарях:
πειναλέον — πειναλέος hungry masc acc sg πειναλέος hungry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειναλέος — α, ο / πειναλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων» … Dictionary of Greek